δυσμενοῦς

δυσμενοῦς
δυσμενής
hostile
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • врагъ — ВРАГ|Ъ (758), А с. Противник, недруг: Ѥгда въ добрѣ боудеть моужь. то врази ѥго въ ||=печѩли боудоуть (οἱ ἐχϑροί) Изб 1076, 148 148 об.; ни ||=наслѣдовани˫а же своѥго въдано врагомъ ѡставить. (τοῖς ἐχϑροῖς) ЖФСт XII, 116 116 об.; всѩ чл҃вкы равно …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вражии — (85) пр. Дьявольский: ˫ависѩ геѡргиѥ... и вражиѩ пълкы. побѣдилъ ѥси. Стих 1156 1163, 100 об.; си˫а възьмъ въ пещь въмѣта||ше. ˫акоже вражию часть. ЖФП XII, 49а б; ˫ако же ѥсть писано. ˫ако вражи˫а погыбоша ороужи˫а въ коньць (τοῦ ἐχϑροῦ) КЕ XII …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταψηφίζω — (AM καταψηφίζομαι, Μ και καταψηφίζω) δίνω αρνητική ψήφο σε κάποιον, ψηφίζω εναντίον κάποιου («η βουλή καταψήφισε το νομοσχέδιο») μσν. παθ. καταψηφίζομαι υπολογίζομαι, καταμετρούμαι μσν. αρχ. καταλήγω σε απόφαση, αποφασίζω («ἡ κρίσις ἡ δικαία τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • Μάντισον, Τζέιμς — (James Madison, Βιρτζίνια 1751 – 1836). Αμερικανός πολιτικός, τέταρτος κατά σειρά πρόεδρος των ΗΠΑ (1809 17). Ήταν γιος πλούσιου γαιοκτήμονα και συμμετείχε στην επανάσταση της Βιρτζίνια κατά των Άγγλων (1776). Εξελέγη μέλος της προσωρινής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”